- αγειτόνευτος
- η , ο обл1) живущий в одиночестве, одинокий; 2) нелюдимый, необщительный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγειτόνευτος — η, ο (Μ ἀγειτόνευτος, ον) [γειτονεύω] νεοελλ. αυτός που δεν έχει κοινωνικές σχέσεις με τους γείτονές του, ακοινώνητος μσν. αυτός που δεν έχει γείτονες, απομονωμένος … Dictionary of Greek
αγειτόνευτος — η, ο ο χωρίς γείτονα, ο απομονωμένος: Κοντά στ άλλα είχαν και σπίτι αγειτόνευτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)